- ἄταφος
- ἄταφοςunburiedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άταφος — η, ο (AM ἄταφος, ον) [θάπτω] άθαφτος αρχ. φρ. «ἄταφοι πράξεις» η άρνηση των τελετών της ταφής … Dictionary of Greek
άταφος — η, ο αυτός που δεν τάφηκε, άθαφτος: Οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα και τους Πέρσες νεκρούς δεν τους άφησαν άταφους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτάφως — ἄταφος unburied adverbial ἄταφος unburied masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄταφον — ἄταφος unburied masc/fem acc sg ἄταφος unburied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάφοις — ἄταφος unburied masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάφου — ἄταφος unburied masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάφους — ἄταφος unburied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάφων — ἄταφος unburied masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτάφῳ — ἄταφος unburied masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄταφα — ἄταφος unburied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)